- αμαγείρευτος
- η , ο[ν] , αμαγέρευτος, η , ο1) неприготовленный (о пище); 2) оставшийся без еды, без пищи (приготовленной)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμαγείρευτος — η, ο 1. (για φαγητά) αυτός που δεν μαγειρεύθηκε, άβραοτος, άψητος, ωμός 2. (για υποθέσεις, πολιτικές ζυμώσεις κ.λπ.) αυτός που δεν διευθετήθηκε, δεν εξομαλύνθηκε με κατάλληλες προσυνεννοήσεις ή διαβουλεύσεις 3. (για πρόσωπα) αυτός που δεν… … Dictionary of Greek
αμαγείρευτος — η, ο και αμαγέρευτος, η, ο 1. αυτός που δε μαγειρεύτηκε καλά ή καθόλου: Είχε ακόμη το φαγητό αμαγείρευτο. 2. αυτός που δεν προετοιμάστηκε με κατάλληλες ενέργειες: Η δουλειά δεν πήγε καλά, γιατί ήταν αμαγείρευτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άφλεκτος — η, ο (AM ἄφλεκτος, ον) αυτός που δεν φλέγεται νεοελλ. αυτός που δεν είναι δυνατόν να αναφλεγεί αρχ. ο αμαγείρευτος … Dictionary of Greek
απύρωτος — η, ο (Α ἀπύρωτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν έχει πυρωθεί ή ζεσταθεί αρχ. 1. (για σκεύη) αυτός που δεν έχει τεθεί στη φωτιά, αμεταχείριστος, καινούργιος 2. άβραστος, αμαγείρευτος 3. φρ. «απύρωτος σελήνη» (για τη σελήνη σε έκλειψη) … Dictionary of Greek
ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… … Dictionary of Greek